ἀρχέκακος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀρχέκᾰκος) -ον<br />[[que es el origen del mal]] νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο <i>Il</i>.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (<i>sc</i>. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.<i>VS</i> 501, de pers. y dioses [[γύναιον]] Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.<i>D</i>.48.805, [[Δαναός]] Nonn.<i>D</i>.4.253, θηλύτεραι Nonn.<i>D</i>.8.213, [[δαίμων]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, Eust.<i>Op</i>.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.<i>Op</i>.115.87, de abstr. [[ἀπαιδευσία]] Ph.1.359<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρχέκακον [[causa del mal]] de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359<br /><b class="num">•</b>de pers. ὁ ἀ. Porph.<i>Chr</i>.49.22<br /><b class="num">•</b>simpl. [[causante]] de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.<i>Prot</i>.2.13. | |dgtxt=(ἀρχέκᾰκος) -ον<br />[[que es el origen del mal]] νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο <i>Il</i>.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (<i>sc</i>. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.<i>VS</i> 501, de pers. y dioses [[γύναιον]] Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.<i>D</i>.48.805, [[Δαναός]] Nonn.<i>D</i>.4.253, θηλύτεραι Nonn.<i>D</i>.8.213, [[δαίμων]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, Eust.<i>Op</i>.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.<i>Op</i>.115.87, de abstr. [[ἀπαιδευσία]] Ph.1.359<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀρχέκακον]] = [[causa del mal]] de la [[soberbia]] τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359<br /><b class="num">•</b>de pers. ὁ ἀ. Porph.<i>Chr</i>.49.22<br /><b class="num">•</b>simpl. [[causante]] de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.<i>Prot</i>.2.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:02, 18 October 2022
English (LSJ)
ον, beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.
Spanish (DGE)
(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
•subst. τὸ ἀρχέκακον = causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
•de pers. ὁ ἀ. Porph.Chr.49.22
•simpl. causante de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.
German (Pape)
[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέκᾰκος: являющийся источником бедствий Hom., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.
English (Autenrieth)
beginning mischief, Il. 5.63†.
Greek Monolingual
ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.
Greek Monotonic
ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.