ἀτάρβητος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atarvitos | |Transliteration C=atarvitos | ||
|Beta Code=a)ta/rbhtos | |Beta Code=a)ta/rbhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀτάρβητον, = [[ἀταρβής]] ([[fearless]], [[having no fear about]], [[causing no fear]], [[unfearing]]),<br><span class="bld">A</span> ἐνὶ στήθεσσιν ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, cf. Hes.''Sc.''110, A.''Fr.''199: neuter plural as adverb, <b class="b3">ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται</b> stalks abroad [[without fear]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 196. Adv. [[ἀταρβήτως]] Suid.<br><span class="bld">II</span> [[not dreaded]], κάματοι ''IG''14.1003.2, cf. ib.7.96. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀτάρβητον, = ἀταρβής (fearless, having no fear about, causing no fear, unfearing),
A ἐνὶ στήθεσσιν ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, cf. Hes.Sc.110, A.Fr.199: neuter plural as adverb, ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται stalks abroad without fear, S.Aj. 196. Adv. ἀταρβήτως Suid.
II not dreaded, κάματοι IG14.1003.2, cf. ib.7.96.
Spanish (DGE)
-ον
1 ref. a pers. que no conoce el miedo, intrépido ἐνὶ στήθεσσι ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, ἀτάρβητον Διὸς υἱόν Hes.Sc.110, cf. Emp.B 44, A.Fr.199.1, Triph.137, Q.S.7.383, Nonn.D.45.216, IG 7.96.4 (Mégara IV d.C.).
2 ref. a acciones arriesgado ἵστορ ἀταρβήτων, Ἡρακλέες, καμάτων IG 14.1003.2.
3 adv. -ως audaz, intrépidamente ἐχθρῶν δ' ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾶτ' S.Ai.196.
German (Pape)
[Seite 383] dasselbe, νόος Il. 3, 63; Aesch. frg. 182; Soph. Ai. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀταρβής.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρβητος: Hom., Hes., Aesch., Soph., Plut. = ἀταρβής 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρβητος: -ον, ἄφοβος, ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ ὕβρις ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ ἀνειμένως παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.
English (Autenrieth)
(ταρβέω): undaunted, Il. 3.63†.
Greek Monolingual
ἀτάρβητος, -ον (Α)
1. ατρόμητος, άφοβος
2. εκείνος τον οποίο δεν φοβάται ή δεν λογαριάζει κάποιος.
Greek Monotonic
ἀτάρβητος: -ον (ταρβέω), άφοβος, απτόητος, σε Σοφ.