ἰλιγγιάω: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰ¯λιγγιάω,<br />to be or [[become]] [[dizzy]], [[lose]] one's [[head]], caused by looking [[down]] from a [[height]] or by [[drunkenness]], Plat.; by [[fear]], Ar., etc. | |mdlsjtxt=ἰ¯λιγγιάω,<br />to be or [[become]] [[dizzy]], [[lose]] one's [[head]], caused by looking [[down]] from a [[height]] or by [[drunkenness]], Plat.; by [[fear]], Ar., etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>am [[Schwindel]] [[leiden]]</i>, οἱ [[πάνυ]] παλαιοὶ ἄνθρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. <i>Crat</i>. 411b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ [[ὥσπερ]] μεθύουσα <i>Phaed</i>. 79c; übertragen, <i>[[verwirrt]], [[bestürzt]] sein</i>, ὑπὸ τοῦ δέους τῶν ὅπλων Ar. <i>Ach</i>. 581, vgl. ἰλ. [[κάρα]] λίθῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος [[αὐτοῦ]] [[ταῦτα]] Plat. <i>Prot</i>. 339e, καὶ [[χασμάομαι]] <i>Gorg</i>. 486b, 527a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας <i>Lys</i>. 216c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. <i>Tox</i>. 30; πρός τι, Hel. 5.6. – Auch [[εἰλιγγιάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd.79c; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach.1218; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt.339e; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly.216c; ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach.581; ἐπί τινι Luc.Tox.30; πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74; ἰλ- Phld. l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach.581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 avoir le vertige, particul. par l'effet de l'ivresse;
2 fig. être troublé, bouleversé : ὑπό τινος, ἐπί τινι, par l'effet de qch.
Étymologie: ἴλιγγος.
Russian (Dvoretsky)
ἰλιγγιάω: (ῑλ), тж. εἰλιγγιάω испытывать головокружение, быть близким к обмороку (ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Plat.; ὑπὸ τοῦ δέους Arph.; πρὸς τὴν ὄψιν Plut.): ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Plat. (душа) охвачена, словно пьяная, головокружением; εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Arph. от удара камнем в голову у меня голова кружится; ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Plat. у меня в глазах потемнело, и голова пошла кругом.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλιγγιάω: ῐλ, αἰσθάνομαι σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς ὅταν βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ κάτω, ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. ὥσπερ μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· ἕνεκα περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: εἰλιγγιάω Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», προσέτι, «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι».
Greek Monotonic
ἰλιγγιάω: [ῑ], ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου, γεγονός που προκαλείται από το κοίταγμα προς τα κάτω από μεγάλο ύψος ή από μεθύσι, σε Πλάτ.· επίσης, από φόβο, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἰ¯λιγγιάω,
to be or become dizzy, lose one's head, caused by looking down from a height or by drunkenness, Plat.; by fear, Ar., etc.
German (Pape)
am Schwindel leiden, οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνθρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. Crat. 411b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ ὥσπερ μεθύουσα Phaed. 79c; übertragen, verwirrt, bestürzt sein, ὑπὸ τοῦ δέους τῶν ὅπλων Ar. Ach. 581, vgl. ἰλ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα Plat. Prot. 339e, καὶ χασμάομαι Gorg. 486b, 527a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Lys. 216c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. Tox. 30; πρός τι, Hel. 5.6. – Auch εἰλιγγιάω.