ὀξύκομος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[χρυσόκομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκομος Medium diacritics: ὀξύκομος Low diacritics: οξύκομος Capitals: ΟΞΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oxýkomos Transliteration B: oxykomos Transliteration C: oksykomos Beta Code: o)cu/komos

English (LSJ)

ον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.

German (Pape)

[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].

Greek Monotonic

ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξύ-κομος, ον,
with pointed leaves, of a pine, Anth.