ὑλίζω: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].]<br />to [[filter]], [[strain]]: v. [[διυλίζω]].
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].]<br />to [[filter]], [[strain]]: v. [[διυλίζω]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[majar]] λαβὼν βοτάνην χελκβει καὶ βούγλωσσον ὕλισον καὶ τὰ ἐκπιάσματα καῦσον <b class="b3">toma chelkbei y buglosa, májalos y quema el líquido que resulte</b> P V 71
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλίζω Medium diacritics: ὑλίζω Low diacritics: υλίζω Capitals: ΥΛΙΖΩ
Transliteration A: hylízō Transliteration B: hylizō Transliteration C: ylizo Beta Code: u(li/zw

English (LSJ)

[ῡ], A filter, strain, PMag.Lond.46.71, PSI4.297.17 (prob. v A. D.):—Pass., δι' ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι, Dsc.3.7, Placit.3.16.5; τὸ ἀφθόνως ὑλιζόμενον ἐν σπηλαίοις Dsc.5.98 codd. (ὑετιζόμενον cj. Wellmann): cf. ἀφ-, διυλίζω. II ὑ. τὰς ῥῖνας wipe the nose (cf. ὕλη IV. 2), Cratin.354. (Acc. to Gramm. from ὗλις (q.v.), transposed for ἰλύς, EM180.10; cf. ὕλη IV.)

German (Pape)

[Seite 1177] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von ὗλις ab, welches durch Umstellung aus ἰλύς entstanden sein sollte.

French (Bailly abrégé)

filtrer, clarifier, purifier.
Étymologie: ὕλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑλίζω: процеживать: τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα Plut. процеживаемое через пепел.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλίζω: μέλλ. -ίσω, διυλίζω, «στραγγίζω». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. διυλίζω· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. (Κατὰ τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)

Spanish

majar

Greek Monolingual

Α
1. στραγγίζω, διυλίζω
2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].

Greek Monotonic

ὑλίζω: μέλ. -ίσω, διυλίζω, στραγγίζω· βλ. δι-υλίζω (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
to filter, strain: v. διυλίζω.

Léxico de magia

majar λαβὼν βοτάνην χελκβει καὶ βούγλωσσον ὕλισον καὶ τὰ ἐκπιάσματα καῦσον toma chelkbei y buglosa, májalos y quema el líquido que resulte P V 71