ὑπερέπτω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ronger <i>ou</i> miner sous : κονίην [[ποδοῖϊν]] IL le sable sous les pieds <i>en parl. | |btext=ronger <i>ou</i> miner sous : κονίην [[ποδοῖϊν]] IL le sable sous les pieds <i>en parl. d'un torrent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἐρέπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:36, 4 October 2022
English (LSJ)
A eat away from below, cut away from under, of a stream, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.21.271. II of mental suffering, gnaw secretly, Q.S.9.377.
German (Pape)
[Seite 1195] von unten wegfressen, wegnehmen, entziehen, z. B. von einem Flusse, der den Sand unter den Füßen wegspült, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖϊν, Il. 21, 271; – heimlich, innerlich nagen, bes. von Gemüthsleiden, λυγραὶ ὑπέρεπτον ἀνίαι, Qu. Sm. 9, 376.
French (Bailly abrégé)
ronger ou miner sous : κονίην ποδοῖϊν IL le sable sous les pieds en parl. d'un torrent.
Étymologie: ὑπέρ, ἐρέπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέπτω: подгрызать, (о реке, потоке) размывать, уносить (κονίην ποδοῖϊν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέπτω: τρώγω κάτωθεν, παρασύρω, ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος ὑποτρώγοντος τὴν ἑαυτοῦ κοίτην καὶ παρασύροντος τὴν ἑαυτοῦ κόνιν, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, ὑπέσυρεν, ὑφήρπαζε τὴν ἄμμον ὑποκάτωθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 271. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πάθους κατατρώγω κρυφίως, λιγραὶ δ’ ὑπέρεπτον ἀνίαι Κόϊντ. Σμύρν. 7. 377.
English (Autenrieth)
eat away; ‘was washing away’ the sand ‘under’ his feet, Il. 21.271†.
Greek Monolingual
Α
1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ' ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρέπτω / ἐρέπτομαι «τρώω, καταβροχθίζω»].
Greek Monotonic
ὑπερέπτω: (ἐρέπτομαι), τρώω, φθείρω από κάτω, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐρέπτομαι
to eat away from under, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.