ὑπερακρίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερακρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (верхом), [[перескакивать]] (τείχη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[превышать]]: [[πέτρα]], ἣ [[τῶνδε]] δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.
|elrutext='''ὑπερακρίζω:'''<br /><b class="num">1</b> (верхом), [[перескакивать]] (τείχη Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[превышать]]: [[πέτρα]], ἣ [[τῶνδε]] δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερακρίζω Medium diacritics: ὑπερακρίζω Low diacritics: υπερακρίζω Capitals: ΥΠΕΡΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: hyperakrízō Transliteration B: hyperakrizō Transliteration C: yperakrizo Beta Code: u(perakri/zw

English (LSJ)

A mount and climb over, c. acc., τειχία X.Eq.Mag.6.5. II project, beetle over, c. gen., δόμων E.Supp.988 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1190] übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.

French (Bailly abrégé)

1 s'élever par-dessus, franchir;
2 dépasser en hauteur, se dresser au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερακρίζω:
1 (верхом), перескакивать (τείχη Xen.);
2 превышать: πέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερακρίζω: ἀναβαίνω καὶ ὑπερβαίνω, μετ’ αἰτ., τείχη Ξεν. Ἱππ. 6, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερήκρισας· ὑπεράγαν [[[ὑπὲρ]] ἄκραν] ἐπήδησας». ΙΙ. προέχω, προεξέχω ὑπεράνω, μετὰ γεν., δόμων Εὐρ. Ἱκέτ. 988.

Greek Monolingual

Α
υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.)
2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό].

Greek Monotonic

ὑπερακρίζω: μέλ. -σω,
I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to mount and climb over, c. acc., Xen.
II. to project, beetle over, c. gen., Eur.