ὑψίβατος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]-[[place]]d, Pind., Soph. | |mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]-[[place]]d, Pind., Soph. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>hoch [[einhergehend]], [[schreitend]], [[stehend]]</i>; πόλιες Pind. <i>N</i>. 10.47; [[τρίπους]] Soph. <i>Aj</i>. 1383. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui monte ou s'élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
English (Slater)
ὑψίβᾰτος, -ον lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].
Greek Monotonic
ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
Middle Liddell
ὑψί-βᾰτος, ον,
set on high, high-placed, Pind., Soph.
German (Pape)
hoch einhergehend, schreitend, stehend; πόλιες Pind. N. 10.47; τρίπους Soph. Aj. 1383.