βλακεία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mollesse, paresse ; lâcheté;<br /><b>2</b> stupidité, bêtise.<br />'''Étymologie:''' [[βλακεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mollesse, paresse ; lâcheté;<br /><b>2</b> [[stupidité]], [[bêtise]].<br />'''Étymologie:''' [[βλακεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:35, 30 November 2022
English (LSJ)
(-ία), Hsch.), ἡ, (βλάξ) slackness, X.Cyr.2.2.25, 7.5.84; stupidity, Pl.Euthd.287e, Phld.Mus.p.56 K., Hierocl.in CA17p.457M.; τὸ τῆς β. πεδίον Luc.VH2.33.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 molicie, relajación, poltronería junto a πονηρία X.Cyr.7.5.84, β. καὶ ἀπονία X.Cyr.2.2.25, δειλία καὶ β. Plb.3.81.7, cf. Aristid.Or.7.21, Chrys.M.57.543, 58.542, Ast.Am.Hom.1.5.1, Vett.Val.386.15.
2 fatuidad, necedad, tontería ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν Pl.Euthd.287e, β. καὶ ἀλαζονεία Plu.2.47d, cf. Phld.Mus.p.56K., Clem.Al.Paed.2.11.116, σωφροσύνη καὶ β. Aristid.Or.2.432, (βλακεία) τὸ μὴ δύνασθαι πένησι συγκαθέσασθαι Chrys.M.62.304, cf. Hierocl.in CA 17.2, Origenes Io.10.27
• chochez διὰ τὸ γῆρας Eun.VS 479.
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, Trägheit, Dummheit, Plat. Euthyd. 287 e; καὶ ἀπονία Xen. Cyr. 2, 2, 25; vgl. 7, 5, 38; Pol. 3, 81. Erst Sp. = μαλακία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mollesse, paresse ; lâcheté;
2 stupidité, bêtise.
Étymologie: βλακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλακεία -ας, ἡ βλάξ slapheid, lamlendigheid:; βλακείᾳ καὶ ἀπονίᾳ μόνον κακοί alleen door slapheid en luiheid slecht Xen. Cyr. 2.2.25; domheid:. ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν door mijn domheid zat ik er geheel naast Plat. Euthyd. 287e.
Russian (Dvoretsky)
βλᾱκεία: ἡ вялость, неповоротливость, тж. тупоумие, тупость Xen., Plat., Polyb., Plut.
Middle Liddell
βλάξ
laziness, stupidity, Xen., Plat.
Greek Monolingual
η (AM βλακεία) βλακεύω
διανοητική καθυστέρηση μέτριου βαθμού
νεοελλ.
ανόητα λόγια ή πράξεις.
Greek Monotonic
βλᾱκεία: ἡ, νωθρότητα, οκνηρία, κουταμάρα, ανοησία, σε Ξεν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκεία: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, ἠλιθιότης, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25., 7. 5, 83, Πλάτ. Εὐθυδ. 287 Ε· -βλάκευμα, τό, ἀνόητον, μωρὸν τέχνασμα, Εὐστ.