συλέω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syleo
|Transliteration C=syleo
|Beta Code=sule/w
|Beta Code=sule/w
|Definition== [[συλάω]], <span class="bibl">Q.S.1.717</span>; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in <span class="bibl">Xanth.1</span>:—Med., [[steal]] for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. [[rescue]], συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a [[formula]] in the [[manumission]] of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
|Definition== [[συλάω]], Q.S.1.717; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in Xanth.1:—Med., [[steal]] for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. [[rescue]], συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a [[formula]] in the [[manumission]] of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλέω Medium diacritics: συλέω Low diacritics: συλέω Capitals: ΣΥΛΕΩ
Transliteration A: syléō Transliteration B: syleō Transliteration C: syleo Beta Code: sule/w

English (LSJ)

= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.

German (Pape)

[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.

Greek Monotonic

σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.

Middle Liddell


sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.