πολυύμνητος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-ύμνητος, ον,<br />[[much]]-famed in [[song]], Pind. | |mdlsjtxt=πολυ-ύμνητος, ον,<br />[[much]]-famed in [[song]], Pind. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[muy alabado con himnos]] de Sarapis ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἅγιε, πολυύμνητε, μεγαλότιμε, κοσμοκράτωρ, Σάραπι <b class="b3">te invoco a ti, señor, sagrado, muy alabado con himnos, grandemente honrado, señor del universo, Sarapis</b> P XIII 619 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.
German (Pape)
[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] veel bezongen.
English (Slater)
πολῠύμνητος much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].
Greek Monotonic
πολυύμνητος: -ον, αυτός που έχει υμνηθεί πολύ, πολύ γνωστός στο τραγούδι, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.
Middle Liddell
πολυ-ύμνητος, ον,
much-famed in song, Pind.
Léxico de magia
-ον muy alabado con himnos de Sarapis ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἅγιε, πολυύμνητε, μεγαλότιμε, κοσμοκράτωρ, Σάραπι te invoco a ti, señor, sagrado, muy alabado con himnos, grandemente honrado, señor del universo, Sarapis P XIII 619