κρεῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κρεῖος, ὁ (Α)<br />([[αντί]] [[κριός]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] δίθυρου μαλακοστράκου<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] ρεβιθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. του [[κριός]]]. | |mltxt=κρεῖος, ὁ (Α)<br />([[αντί]] [[κριός]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] δίθυρου μαλακοστράκου<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] ρεβιθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δ. γρφ. του [[κριός]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>eine Art Schneckenmuschel</i>, Ath. III.87b, vgl. II.54f τινὸς τῶν ἐρεβίνθων. – Auch = [[κριός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:36, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, v. κριός III, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.
Greek (Liddell-Scott)
κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.
Greek Monolingual
κρεῖος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].
German (Pape)
ὁ, eine Art Schneckenmuschel, Ath. III.87b, vgl. II.54f τινὸς τῶν ἐρεβίνθων. – Auch = κριός.