πολυνίκης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.
|elnltext=πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] [[vaak winnend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνίκης Medium diacritics: πολυνίκης Low diacritics: πολυνίκης Capitals: ΠΟΛΥΝΙΚΗΣ
Transliteration A: polyníkēs Transliteration B: polynikēs Transliteration C: polynikis Beta Code: poluni/khs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a frequent conqueror, multi-winner, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
souvent vainqueur.
Étymologie: πολύς, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.

Russian (Dvoretsky)

πολυνίκης: ου (ῑ) ὁ многократный победитель Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερονίκης, ολυμπιονίκης].

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπό τό πολύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις νικηφόρος καί πολύς.