χρησμῳδός: Difference between revisions
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(CSV import) |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[χρησμός]] (τοῦ [[χράω]]) + [[ᾠδή]] τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ρήμ.: ᾄδω καί [[χράω]] -ῶ. | |mantxt=Ἀπό τό [[χρησμός]] (τοῦ [[χράω]]) + [[ᾠδή]] τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ρήμ.: ᾄδω καί [[χράω]] -ῶ. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[que profetiza]], [[que vaticina]] de un demon νῦν μοι ἐλθεῖν ἀνάγκασον φίλον δαίμονα χρησμῳδόν <b class="b3">ahora obliga a venir a mí, como amigo, a un demon que profetice</b> P II 54 del Acéfalo σὺ εἶ ὁ χρησμῳδὸς θεός <b class="b3">tú eres el dios que profetiza</b> P VIII 101 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:06, 15 October 2022
English (LSJ)
όν, (ᾠδή) prop. A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epithet of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia). 2 oracular, φάτις S.Fr.573. II as substantive, soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδός: II ὁ прорицатель Plat.
пророческий, вещий (παρθένος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.
Spanish
Greek Monolingual
ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμν-ῳδός].
Middle Liddell
χρησμ-ῳδός, όν [ᾠδή]
I. chanting oracles, or delivering them in verse; generally prophesying, prophetic, χρ. παρθένος, of the Sphinx, Soph.
II. as substantive a soothsayer, oracle-monger, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χρησμός (τοῦ χράω) + ᾠδή τοῦ ᾄδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στα ρήμ.: ᾄδω καί χράω -ῶ.
Léxico de magia
-όν que profetiza, que vaticina de un demon νῦν μοι ἐλθεῖν ἀνάγκασον φίλον δαίμονα χρησμῳδόν ahora obliga a venir a mí, como amigo, a un demon que profetice P II 54 del Acéfalo σὺ εἶ ὁ χρησμῳδὸς θεός tú eres el dios que profetiza P VIII 101