κινῶ: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ρίζα κι- τοῦ [[κίω]] (=προχωρῶ). Θέμα κι + [[πρόσφυμα]] νε + ω → [[κινέω]] -[[κινῶ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κίνημα]], [[μετακίνημα]], [[κίνησις]], [[μετακίνησις]], [[κινητέος]], κινητέον, μετακινητέον, [[κινητήρ]], [[κινητήριος]], [[κινητής]], [[κινητικός]], [[κινητός]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[εὐκίνητος]], [[ἀεικίνητος]], [[μετακινητός]], [[κίνητρον]]. | |mantxt=Ἀπό ρίζα κι- τοῦ [[κίω]] (=[[προχωρῶ]]). Θέμα κι + [[πρόσφυμα]] νε + ω → [[κινέω]] -[[κινῶ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κίνημα]], [[μετακίνημα]], [[κίνησις]], [[μετακίνησις]], [[κινητέος]], κινητέον, μετακινητέον, [[κινητήρ]], [[κινητήριος]], [[κινητής]], [[κινητικός]], [[κινητός]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[εὐκίνητος]], [[ἀεικίνητος]], [[μετακινητός]], [[κίνητρον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα κι- τοῦ κίω (=προχωρῶ). Θέμα κι + πρόσφυμα νε + ω → κινέω -κινῶ.
Παράγωγα: κίνημα, μετακίνημα, κίνησις, μετακίνησις, κινητέος, κινητέον, μετακινητέον, κινητήρ, κινητήριος, κινητής, κινητικός, κινητός, ἀκίνητος, δυσκίνητος, εὐκίνητος, ἀεικίνητος, μετακινητός, κίνητρον.