μετεωρολόγος: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteorologos | |Transliteration C=meteorologos | ||
|Beta Code=metewrolo/gos | |Beta Code=metewrolo/gos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> one who talks of the [[heavenly]] bodies, [[astronomer]], Gorg.Hel.13, Pl. Cra.396c, Arist.Mete.354a29: satirically, E.Fr.913.2 (anap.); μ. καὶ ἀδολέσχαι Pl.Cra.401b.<br><span class="bld">2</span> [[astrologer]], Procop.Pers.2.22.<br><span class="bld">II</span> Adj. ος, ον, [[of astronomers]] or [[belonging to astronomers]], etc., Hp.Aër.2.<br><span class="bld">3</span> one who [[prate]]s on vain subjects Eur. fr. 913.4 PLAT. Crat. 401b, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:41, 8 November 2022
English (LSJ)
ὁ,
A one who talks of the heavenly bodies, astronomer, Gorg.Hel.13, Pl. Cra.396c, Arist.Mete.354a29: satirically, E.Fr.913.2 (anap.); μ. καὶ ἀδολέσχαι Pl.Cra.401b.
2 astrologer, Procop.Pers.2.22.
II Adj. ος, ον, of astronomers or belonging to astronomers, etc., Hp.Aër.2.
3 one who prates on vain subjects Eur. fr. 913.4 PLAT. Crat. 401b, al.
German (Pape)
[Seite 160] eigtl. von den Himmelskörpern, den Luft- u. Himmelserscheinungen redend, sie beobachtend, was aber der Ansicht der gewöhnlichen Menschen gar leicht als etwas Nichtiges erscheint, dah. übertr. Einer, der sich mit seinen Gedanken in die Lüfte versteigt, μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι τινές, Plat. Crat. 401 b, vgl. 396 c u. Polit. 299 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui disserte sur les corps ou les phénomènes célestes, ou en gén., qui s'en occupe.
Étymologie: μετέωρος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρολόγος: ὁ
1) изучающий небесные явления, звездочет Eur., Arst.;
2) пустой мечтатель (μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρολόγος: ὁ, ὁ ὁμιλῶν περὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων ἢ τῶν φυσικῶν φαινομένων, ἀστρονόμος, Εὐρ. Ἀποσπ. 905, Πλάτ. Κρατ. 396Β, 401Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 1, 13. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς ἀστρονόμον, κτλ. Ἱππ. π. Ἀερ. 281.
Greek Monolingual
ο, η (Α μετεωρολόγος)
επιστήμονας που ασχολείται με τη μετεωρολογία, δηλαδή με τη σπουδή τών μετεώρων και γενικά τών ατμοσφαιρικών φαινομένων
αρχ.
1. μετεωρολέσχης
2. αστρονόμος
3. (και ως επίθ.) μετεωρολόγος, -ον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -λόγος].
Greek Monotonic
μετεωρολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μιλάει για τα ουράνια σώματα, αστρονόμος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μετεωρο-λόγος, ὁ, λέγω
one who talks of the heavenly bodies, an astronomer, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἀστρονόμος). Ἀπό τό μετέωρος + λέγω.
Παράγωγα: μετεωρολογία, μετεωρολογικός, μετεωρολογῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήματα αἴρω καί λέγω.