συμμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμμαίνομαι:''' (pf. 2 συμμέμηνα)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе безумствовать]], [[вместе неистовствовать]]: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе шалить]], [[дурачиться]]: καὶ συμμανῆναι δ᾽ [[ἔνια]] [[δεῖ]] Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).
|elrutext='''συμμαίνομαι:''' (pf. 2 συμμέμηνα)<br /><b class="num">1</b> [[вместе безумствовать]], [[вместе неистовствовать]]: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;<br /><b class="num">2</b> [[вместе шалить]], [[дурачиться]]: καὶ συμμανῆναι δ᾽ [[ἔνια]] [[δεῖ]] Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμαίνομαι Medium diacritics: συμμαίνομαι Low diacritics: συμμαίνομαι Capitals: ΣΥΜΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symmaínomai Transliteration B: symmainomai Transliteration C: symmainomai Beta Code: summai/nomai

English (LSJ)

pf. 2 συμμέμηνα: aor. συνεμάνην [ᾰ]:—to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.Salt.83, v.l. in LXX 4 Ma. 10.13; ὁ μαινομένοις μὴ συμμαινόμενος οὗτος μαίνεται prov. ap. Suid. s.v. μετὰ γάρ, cf. Gal.Nat.Fac.1.15: abs., Men.421.

German (Pape)

[Seite 980] mit rasen, Luc. salt. 83.

French (Bailly abrégé)

être fou avec, τινι.
Étymologie: σύν, μαίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μαίνομαι samen (met...) waanzinnig zijn, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμμαίνομαι: (pf. 2 συμμέμηνα)
1 вместе безумствовать, вместе неистовствовать: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;
2 вместе шалить, дурачиться: καὶ συμμανῆναι δ᾽ ἔνια δεῖ Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).

Greek Monolingual

Α
διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»].

Greek Monotonic

συμμαίνομαι: αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. συμμέμηνα· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη μανία κάποιου, τινι, με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμαίνομαι: μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., μαίνομαι ὁμοῦ, συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.

Middle Liddell

aor. 2 συνεμάνην intr. perf. act. συμμέμηνα
Pass., to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.