καταλιμπάνω: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten. | |elnltext=καταλιμπάνω [καταλείπω] [[achterlaten]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
= καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXX Ge.39.16, Ocell.4.13, etc.
German (Pape)
[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.
French (Bailly abrégé)
c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.
Russian (Dvoretsky)
καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.
Greek Monolingual
(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.
Middle Liddell
= καταλείπω, Thuc.]