ὡραϊσμός: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὡρᾱϊσμός:''' ὁ [[украшение]], [[прикраса]] Plat.
|elrutext='''ὡρᾱϊσμός:''' ὁ [[украшение]], [[прикраса]] Plat.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὡραϊσμός]], ΝΜΑ [[ὡραΐζω]], -<i>ομαι</i>]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ωραΐζω]], [[εξωραϊσμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομορφιά]], [[ωραιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[εκθήλυνση]]<br />β) (για λεκτικό ύφος) [[κομψότητα]].
}}
}}

Revision as of 18:03, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱϊσμός Medium diacritics: ὡραϊσμός Low diacritics: ωραϊσμός Capitals: ΩΡΑΪΣΜΟΣ
Transliteration A: hōraïsmós Transliteration B: hōraismos Transliteration C: oraismos Beta Code: w(rai+smo/s

English (LSJ)

ὁ, adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXX Je.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὡρᾱϊσμός:украшение, прикраса Plat.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.

Greek Monolingual

ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ ὡραΐζω, -ομαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ωραΐζω, εξωραϊσμός
μσν.-αρχ.
ομορφιά, ωραιότητα
αρχ.
μτφ. α) εκθήλυνση
β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα.