ῥωποπερπερήθρα: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />χυδαία και ανόητη [[φλυαρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή αντικείμενα» <span style="color: red;">+</span> [[πέρπερος]] «[[λογάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>)].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />χυδαία και ανόητη [[φλυαρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῶπος]] «[[ψιλικά]], ευτελή αντικείμενα» <span style="color: red;">+</span> [[πέρπερος]] «[[λογάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήθρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[ῥωποπερπερήθρας]].
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωποπερπερήθρα Medium diacritics: ῥωποπερπερήθρα Low diacritics: ρωποπερπερήθρα Capitals: ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑ
Transliteration A: rhōpoperperḗthra Transliteration B: rhōpoperperēthra Transliteration C: ropoperperithra Beta Code: r(wpoperperh/qra

English (LSJ)

ἡ, (πέρπερος) empty braggart talk, Com.Adesp.294 (restored fr. Plu.Dem.9).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langue de commère, càd bavard, qui parle à tort et à travers.
Étymologie: ῥῶπος, πέρπερος.

Russian (Dvoretsky)

ῥωποπερπερήθρα: ἡ, v.l. ῥωποπερπερήθρας, ου ὁ болтун, пустомеля Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωποπερπερήθρα: ἡ, (πέρπερος) χυδαία καὶ ποταπὴ φλυαρία, ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ ῥωποστωμυλήθρα, ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «ῥωποπερπερήθρα τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
χυδαία και ανόητη φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].

German (Pape)

ἡ, = ῥωποπερπερήθρας.