οι: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴ]] και, ιων. τ., ''ὀΐ'' (Α)<br /><b>επιφών.</b> αχ, [[αλίμονο]] («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, [[λύπη]], [[έκπληξη]] ή φόβο (<b>πρβλ.</b> [[οϊζύς]], [[οίμοι]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἷ]] και [[οἷς]] (Α)<br />(αναφ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> όπου, [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]] («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις [[δίκην]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) σε ποιο [[σημείο]] («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> με κατάλ. -<i>οι</i>, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (<b>πρβλ.</b> <i>οίκ</i>-<i>οι</i>)].<br /> <b>(III)</b><br />[[οἷ]] και εγκλιτ. τ. [[οι]] (Α)<br />δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα [[τρία]] γένη, [[αντί]] <i>αὐτῷ</i>, <i>αὐτῇ</i>, <i>αὐτῷ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>ε</i>, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].<br /> <b>(IV)</b><br />(ΑΜ [[οἱ]])<br />(πληθ. αρθρ.) <b>βλ.</b> <i>[[ο]]</i>, <i>[[η]]</i>, <i>[[το]]</i>.<br /> <b>(V)</b><br />[[οἵ]] (Α)<br />(πληθ. αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴ]] και, ιων. τ., ''ὀΐ'' (Α)<br /><b>επιφών.</b> αχ, [[αλίμονο]] («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, [[λύπη]], [[έκπληξη]] ή φόβο (<b>πρβλ.</b> [[οϊζύς]], [[οίμοι]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἷ]] και [[οἷς]] (Α)<br />(αναφ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> όπου, [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]] («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις [[δίκην]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) σε ποιο [[σημείο]] («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> με κατάλ. -<i>οι</i>, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης ([[πρβλ]]. [[οίκοι]])].<br /> <b>(III)</b><br />[[οἷ]] και εγκλιτ. τ. [[οι]] (Α)<br />δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα [[τρία]] γένη, [[αντί]] <i>αὐτῷ</i>, <i>αὐτῇ</i>, <i>αὐτῷ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>ε</i>, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].<br /> <b>(IV)</b><br />(ΑΜ [[οἱ]])<br />(πληθ. αρθρ.) <b>βλ.</b> <i>[[ο]]</i>, <i>[[η]]</i>, <i>[[το]]</i>.<br /> <b>(V)</b><br />[[οἵ]] (Α)<br />(πληθ. αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>.
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

(I)
οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)
επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)].
(II)
οἷ και οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.)
1. όπου, εκεί όπου, σε όποιο μέρος («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;», Σοφ.)
2. (με γεν.) σε ποιο σημείο («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. ὅς, , με κατάλ. -οι, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκοι)].
(III)
οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)
δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα τρία γένη, αντί αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτῷ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ε, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].
(IV)
(ΑΜ οἱ)
(πληθ. αρθρ.) βλ. ο, η, το.
(V)
οἵ (Α)
(πληθ. αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.