δυσδιάκριτος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διακρίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[difficile à discerner]], [[à distinguer]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[διακρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:11, 8 January 2023
English (LSJ)
ον,
A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπό… Corn.ND31.
II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a.
III hard to digest, Xenocr.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
•difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. δυσδιακρίτως = con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιάκρῐτος: трудно поддающийся определению Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.