φύζω: Difference between revisions
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "|ptext=*" to "|ptext=") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext= | |ptext=[[φύζω]], ungebr. [[Stammform]], von der Hom. in der <i>Il</i>. 21.6, 528, 22.1 das part. perf. [[πεφυζότες]] statt πεφευγότες braucht, wie Ap.Rh. 2.1083; Nic. <i>Ther</i>. 128 auch πεφυζώς. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:17, 2 January 2023
English (LSJ)
late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.
German (Pape)
φύζω, ungebr. Stammform, von der Hom. in der Il. 21.6, 528, 22.1 das part. perf. πεφυζότες statt πεφευγότες braucht, wie Ap.Rh. 2.1083; Nic. Ther. 128 auch πεφυζώς.