λωβήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lovieis
|Transliteration C=lovieis
|Beta Code=lwbh/eis
|Beta Code=lwbh/eis
|Definition=εσσα, εν, [[outrageous]], <span class="bibl">A.R.3.801</span>, <span class="bibl">Tryph.261</span>.
|Definition=λωβήεσσα, λωβήεν, [[outrageous]], A.R.3.801, Tryph.261.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβήεις Medium diacritics: λωβήεις Low diacritics: λωβήεις Capitals: ΛΩΒΗΕΙΣ
Transliteration A: lōbḗeis Transliteration B: lōbēeis Transliteration C: lovieis Beta Code: lwbh/eis

English (LSJ)

λωβήεσσα, λωβήεν, outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.

Greek Monolingual

λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζήεις, φθογγήεις)].

German (Pape)

εσσα, εν, schimpflich, schmählich, verderblich, βλαβερός erkl., Ap.Rh. 3.801, Tryph. 261.