Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεωποίης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopoiis
|Transliteration C=neopoiis
|Beta Code=newpoi/hs
|Beta Code=newpoi/hs
|Definition=ου, ὁ, [[official in charge of the temple-fabric]], οἱ ν. τῶν θεῶν <span class="title">SIG</span>46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also νεω-πόης, <span class="title">Inscr.Prien.</span>195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.395 (Samos, i A.D.), <span class="title">Ephes.</span>2 No.83: Dor. νᾱποίας <span class="title">SIG</span> 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας <span class="title">IGRom.</span>4.1097, 1098, <span class="title">SIG</span>793 (ibid., i A.D.).
|Definition=νεωποίου, ὁ, [[official in charge of the temple-fabric]], οἱ ν. τῶν θεῶν ''SIG''46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:—also [[νεωπόης]], ''Inscr.Prien.''195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, ''Supp.Epigr.''1.395 (Samos, i A.D.), ''Ephes.''2 No.83: Dor. νᾱποίας ''SIG'' 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας ''IGRom.''4.1097, 1098, ''SIG''793 (ibid., i A.D.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποίης Medium diacritics: νεωποίης Low diacritics: νεωποίης Capitals: ΝΕΩΠΟΙΗΣ
Transliteration A: neōpoíēs Transliteration B: neōpoiēs Transliteration C: neopoiis Beta Code: newpoi/hs

English (LSJ)

νεωποίου, ὁ, official in charge of the temple-fabric, οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:—also νεωπόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: Dor. νᾱποίας SIG 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νεωποίης: -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ὅστις πολλάκις εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. νεωκόρος), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· ὡσαύτως νεωποιός, 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― ἐντεῦθεν νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς νεωποιός, 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 11.

Greek Monolingual

νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῖαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του νεωποιός (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].

German (Pape)

ὁ, eine Obrigkeit, die wahrscheinlich den Bau und die Erhaltung der Tempel zu besorgen hatte, Inscr.