μαυλιστής: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM [[μαυλιστής]])<br />αυτός που εξωθεί γυναίκες στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>γυμνασ</i>-<i>της</i>), Το θηλ. <i>μαυλίστρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κυλίστρα]], [[παλαίστρα]])].
|mltxt=ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM [[μαυλιστής]])<br />αυτός που εξωθεί γυναίκες στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[γυμναστης]]), Το θηλ. <i>μαυλίστρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κυλίστρα]], [[παλαίστρα]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Kuppler]]</i>, Phot. v. [[μαστροπός]].
|ptext=ὁ, <i>der [[Kuppler]]</i>, Phot. v. [[μαστροπός]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλιστής Medium diacritics: μαυλιστής Low diacritics: μαυλιστής Capitals: ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: maulistḗs Transliteration B: maulistēs Transliteration C: mavlistis Beta Code: maulisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλ-ίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμναστης), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίστρα, παλαίστρα)].

German (Pape)

ὁ, der Kuppler, Phot. v. μαστροπός.