περιρραγής: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brisé tout autour;<br /><b>2</b> largement fendu <i>ou</i> écarté.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[brisé tout autour]];<br /><b>2</b> largement fendu <i>ou</i> écarté.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:00, 28 November 2022
English (LSJ)
ές, torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
περιρρᾰγής: разбитый, сломанный на куски (ποταμοῦ τρύφος, т. е. πάγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' ἐ-ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].
Greek Monotonic
περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.
Middle Liddell
περιρ-ρᾰγής, ές
torn or broken all round, Anth.
German (Pape)
ές (s. ῥήγνυμι), ringsherum oder umher zerrissen, zerbrochen, Sp.