ὑποχθόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> α, ον :<br />qui est sous la terre <i>ou</i> dans les enfers, souterrain.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χθών]].
|btext=ος <i>ou poét.</i> α, ον :<br />qui est sous la terre <i>ou</i> dans les enfers, souterrain.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χθών]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unterirdisch]]</i>; Hes. <i>O</i>. 143, wo Spohn [[ἐπιχθόνιος]] liest; Eur. <i>Andr</i>. 516 und Sp., wie Luc. <i>Cont</i>. 22.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό ὑπό + [[χθών]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό ὑπό + [[χθών]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unterirdisch]]</i>; Hes. <i>O</i>. 143, wo Spohn [[ἐπιχθόνιος]] liest; Eur. <i>Andr</i>. 516 und Sp., wie Luc. <i>Cont</i>. 22.
}}
}}

Revision as of 13:01, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχθόνιος Medium diacritics: ὑποχθόνιος Low diacritics: υποχθόνιος Capitals: ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: hypochthónios Transliteration B: hypochthonios Transliteration C: ypochthonios Beta Code: u(poxqo/nios

English (LSJ)

η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):—under the earth, subterranean, Hes.Op.141 (v.l. ἐπιχθ-), A.R.1.647, etc.; θεοῖς ὑ. Rendic. Pont.Accad. III vol.6.43, cf. Phld.Piet.58; ἴθ' ὑποχθόνιοι E.Andr. 515 (anap.); γύπῃ ὑπ[οχθονίῃ] Call.Aet.Oxy.2080.73 ( = Fr.172); ἐχώρει -ιος, of one entering the cave of Trophonius, Philostr.VA8.19; ὑ. γενέσθαι Luc.Cont.22: cf. καταχθόνιος, χθόνιος.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. α, ον :
qui est sous la terre ou dans les enfers, souterrain.
Étymologie: ὑπό, χθών.

German (Pape)

unterirdisch; Hes. O. 143, wo Spohn ἐπιχθόνιος liest; Eur. Andr. 516 und Sp., wie Luc. Cont. 22.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχθόνιος: находящийся в подземном царстве, подземный (μάκαρες θνητοί Hes.): ὑ. ἰέναι Eur. отправляться в подземное царство, умирать; ὑποχθόνιοι γενόμενοι Luc. умершие.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχθόνιος: ίη, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 172· (χθών)· ― ὁ ὑπὸ τὴν χθόνα, ὑπόγειος, ἐπὶ τῶν θεῶν τοῦ ᾅδου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 140 (ἕτερα Ἀντίγραφα ἐπιχθ-), Εὐριπ. Ἀνδρ. 515, κλπ.· ὑπ. γενέσθαι Λουκιαν. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22· πρβλ. καταχθόνιος, χθόνιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)
2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιοςυποχθόνιος άνθρωπος»)
β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)
αρχ.
1. (για τους θεούς του Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)
2. ο θαμμένος κάτω από την γη
3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.
επίρρ...
υποχθονίως και υποχθόνια Ν
1. υπογείως
2. κρυφά, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος.

Greek Monotonic

ὑποχθόνιος: -ίη, -ον (χθών), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, έδαφος, υπόγειος, σε Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

χθών
under the earth, subterranean, Hes., Eur., Anth.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὑπό + χθών, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.