σφηνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "arithm" to "arithm")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />υποκορ. του [[σφήν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] με σφηνοειδές [[σχήμα]] («και ξύσαντες τὸ [[ὀστέον]], σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῦμεν τοῖς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>2.</b> σφηνοειδές [[κόσμημα]] του υποδήματος<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> α) ακανόνιστη κόλουρη [[πυραμίδα]]<br />β) στερεό που έχει [[τρεις]] άνισες διαστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>ίσκος</i>). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγλλ. <i>spheniscus</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />υποκορ. του [[σφήν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] με σφηνοειδές [[σχήμα]] («και ξύσαντες τὸ [[ὀστέον]], σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῦμεν τοῖς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>2.</b> σφηνοειδές [[κόσμημα]] του υποδήματος<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> α) ακανόνιστη κόλουρη [[πυραμίδα]]<br />β) στερεό που έχει [[τρεις]] άνισες διαστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[τροχίσκος]]). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγλλ. <i>spheniscus</i>)].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνίσκος Medium diacritics: σφηνίσκος Low diacritics: σφηνίσκος Capitals: ΣΦΗΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēnískos Transliteration B: sphēniskos Transliteration C: sfiniskos Beta Code: sfhni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σφήν, Hp.Mochl.38, prob. in Sch.Hes. Op.425. II wedge-shaped plug, pledget for the nose, Paul.Aeg. 2.58. III Math., an irregular truncated pyramid, with v.l. σφηκίσκος, Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. βωμίσκος. 2 a number with 3 unequal factors, Anon. in Tht.43.14, Nicom.Ar.2.6. IV wedge-shaped ornament on shoe, Herod.7.22 (prob. rest.).

Greek (Liddell-Scott)

σφηνίσκος: ὁ ὑποκορ. τοῦ σφήν, Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ σχῆμα, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς τρεῖς διαστάσεις ἀνίσους, μετὰ διαφ. γραφ. σφηκίσκος, Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα
μσν.-αρχ.
υποκορ. του σφήν
αρχ.
1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῦμεν τοῖς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)
2. σφηνοειδές κόσμημα του υποδήματος
3. μαθημ. α) ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδα
β) στερεό που έχει τρεις άνισες διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχίσκος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγλλ. spheniscus)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηνίσκος -ου, ὁ, demin. van σφήν kleine wig.

German (Pape)

ὁ, dim. von σφήν, Nicom. inst.arithm. 2.16.