δέραιον: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> collier de chien;<br /><b>2</b> collier, parure.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 1) [[κλοιός]], κυνάγχη, [[κυνοῦχος]], [[λαιμοπέδη]] - 2) [[δεράγχη]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[collier de chien]];<br /><b>2</b> collier, parure.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 1) [[κλοιός]], κυνάγχη, [[κυνοῦχος]], [[λαιμοπέδη]] - 2) [[δεράγχη]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:39, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέραιον Medium diacritics: δέραιον Low diacritics: δέραιον Capitals: ΔΕΡΑΙΟΝ
Transliteration A: déraion Transliteration B: deraion Transliteration C: deraion Beta Code: de/raion

English (LSJ)

τό, necklace, E.Ion 1431 (pl.), Men.Epit.86 (pl.), Satyr. Vit.Eur.Fr.39 vii 14(pl.); collar, X.Cyn.6:—the form δεραιοί is given by Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια
1 plu. collar, adorno para el cuello E.Io 1431, Men.Epit.70, 127, Pc.815, Plu.Art.5, Satyr.Vit.Eur.39.7.14, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.342.6, Hsch., Zonar., Sud.
2 collar de perro X.Cyn.6.1, Arr.Cyn.5.8, Poll.5.55.
3 δέραια· παίγνια Hsch.

German (Pape)

[Seite 548] τό, Halsband, Eur. Ion 1431; Xen. Cyn. 6, 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 collier de chien;
2 collier, parure.
Étymologie: δέρη.
Syn. 1) κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδη - 2) δεράγχη, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέραιον -ου, τό [δέρη] halsketting.

Russian (Dvoretsky)

δέραιον: τό
1 ошейник Xen.;
2 pl. ожерелье Eur., Men.

Greek Monolingual

δέραιον, το (Α)
1. περιδέραιο
2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ' απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].

Greek Monotonic

δέραιον: τό (δέρη), περιδέραιο, κολιέ, σε Ευρ.· περιτραχήλιο, λαιμαριά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δέραιον: τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.

Middle Liddell

δέρη
a necklace, Eur.: a collar, Xen.