καπρία: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(a)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ἡ, = [[καπρέα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ἡ, = [[καπρέα]].
}}
{{ls
|lstext='''καπρία''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τῆς μήτρας τῶν θηλειῶν, ὑῶν ἐν ᾧ τὰ ᾠάρια· τοῦτο ἐκτέμνουσιν [[ἐνίοτε]] [[ὅπως]] ἐμποδίσωσι τὴν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμὴν τοῦ ζῴου, ἐκτέμνεται δὲ καὶ ἡ [[καπρία]] τῶν θηλειῶν ὑῶν, [[ὥστε]] [[μηκέτι]] δεῖσθαι ὀχείας, ἀλλὰ πιαίνεσθαι [[ταχέως]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 17. ΙΙ. [[οὐσία]] τις ὡς τὸ ἱππομανὲς τῶν θηλειῶν ἵππων, ἥτις ἐκρέει ἐκ τῶν θηλειῶν ὑῶν [[μετὰ]] τὴν ὀχείαν, [[αὐτόθι]] 6. 18, 10 καὶ 26.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρία Medium diacritics: καπρία Low diacritics: καπρία Capitals: ΚΑΠΡΙΑ
Transliteration A: kapría Transliteration B: kapria Transliteration C: kapria Beta Code: kapri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the ovary of sows, cut out to prevent their breeding, Arist.HA632a21.    II virus in sows, like ἱππομανές in mares, ib.572a21, 573b2.    III dance in armour, Hsch.    IV = κάππαρις, Dsc.2.173.

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ, = καπρέα.

Greek (Liddell-Scott)

καπρία: ἡ, τὸ μέρος τῆς μήτρας τῶν θηλειῶν, ὑῶν ἐν ᾧ τὰ ᾠάρια· τοῦτο ἐκτέμνουσιν ἐνίοτε ὅπως ἐμποδίσωσι τὴν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμὴν τοῦ ζῴου, ἐκτέμνεται δὲ καὶ ἡ καπρία τῶν θηλειῶν ὑῶν, ὥστε μηκέτι δεῖσθαι ὀχείας, ἀλλὰ πιαίνεσθαι ταχέως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 17. ΙΙ. οὐσία τις ὡς τὸ ἱππομανὲς τῶν θηλειῶν ἵππων, ἥτις ἐκρέει ἐκ τῶν θηλειῶν ὑῶν μετὰ τὴν ὀχείαν, αὐτόθι 6. 18, 10 καὶ 26.