εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à porter]];<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:45, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβάστακτος Medium diacritics: εὐβάστακτος Low diacritics: ευβάστακτος Capitals: ΕΥΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eubástaktos Transliteration B: eubastaktos Transliteration C: evvastaktos Beta Code: eu)ba/staktos

English (LSJ)

ον, A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3. II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).

German (Pape)

[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐβάστακτος:
1 удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2 перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.

Greek Monolingual

εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α-βάστακτος].

Greek Monotonic

εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐ-βάστακτος, ον
easy to carry or move, Hdt.