συνάγνυμι: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]]. | |btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />[[mettre en pièces]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:10, 9 January 2023
English (LSJ)
aor. συνέαξα (the only tense in use):—break to pieces, shiver, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; ἐλάφοιο τέκνα . . συνέαξε breaks their necks, Il.11.114.
German (Pape)
[Seite 995] (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. συνέαξε et 3ᵉ pl. συνέαξαν, inf. συνάξαι;
mettre en pièces.
Étymologie: σύν, ἄγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.
Russian (Dvoretsky)
συνάγνῡμι: (только эп. aor. 1 συνέαξα)
1 ломать, сокрушать (τὸ ἔγχος, τὰς νῆας Hom.);
2 растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).
Greek Monolingual
Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].
Greek Monotonic
συνάγνῡμι: αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνάγνῡμι: ἀόρ. συνέαξα (ὅστις εἶναι ὁ μόνος ἐν χρήσει χρόνος)· ― θραύω. συντρίβω ὁμοῦ, συντρίβω εἰς τεμάχια, καταθραύω, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.
Middle Liddell
aor1 συνέαξα
to break together, break to pieces, shiver, shatter, Hom.