κνίσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κνίσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[обрезок]], [[клочок]] (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[царапина]]: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[мелкая ссора]]: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.
|elrutext='''κνίσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[обрезок]], [[клочок]] (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[царапина]]: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, ''[[sc.]]'' τοῦ αἰετοῦ Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[мелкая ссора]]: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίσμα Medium diacritics: κνίσμα Low diacritics: κνίσμα Capitals: ΚΝΙΣΜΑ
Transliteration A: knísma Transliteration B: knisma Transliteration C: knisma Beta Code: kni/sma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, scratches, μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει; AP 12.67; μή σε [κν] ισμάτων [γεύσω] dub. in Herod.9.4: metaph., irritation, Phld.Lib.p.16 O.; of lovers' quarrels, AP7.219 (Pomp. Jun.).

German (Pape)

[Seite 1461] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben φίλημα Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rognure, raclure;
2 égratignure ; fig. pique, brouille passagère, querelle futile.
Étymologie: κνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνίσμα -τος, τό [κνίζω] afschraapsel, stukje:; κνίσμα πυρός sprankje vuur AP 12.82.4; schram:. κνίσματ’ ὄνυξιν schrammen door de nagels AP 12.67.4. plagerij, kwelling:. ταύτης... δύνει κνίσμα καὶ ἐς κραδίην haar plagerij dringt zelfs tot diep in mijn hart door AP 5.157.2.

Russian (Dvoretsky)

κνίσμα: ατος τό
1 обрезок, клочок (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);
2 царапина: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);
3 мелкая ссора: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.

Greek Monolingual

κνίσμα, τὸ (Α) κνίζω
1. στον πληθ. τὰ κνίσματα
α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.)
β) μτφ. έριδες, τσακωμοί
2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός
3. θραύσμα, τρίμμα.

Greek Monotonic

κνίσμα: -ατος, τό (κνίζω),
I. στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.
II. ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνίσμα: τό, (κνίζω) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· ἐντεῦθεν μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα αὐτόθι 7. 129, κτλ.

Middle Liddell

κνίσμα, ατος, τό, κνίζω
I. in plural scrapings, Plat.
II. scratches, Anth.: quarrels, Anth.