ἐγκεντρίς: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[aiguillon]];<br /><b>2</b> [[éperon]];<br /><b>3</b> pointe de fer | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[aiguillon]];<br /><b>2</b> [[éperon]];<br /><b>3</b> pointe de fer qu'on fixe aux pieds pour grimper, crampon.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κέντρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A sting, Ar.V.427. 2 goad, X.Cyn.6.1, Pl.Com.40; also, spur, Pherecr.48. 3 pointed stile for writing, Poll.8.16, Aristaenet.1.20. 4 spike worn on the leg for climbing, περιθέμενον . . ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Arist.Fr.84.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 objeto punzante, aguijón Ar.V.427, 1073
•aguijón, pincho para proteger a los perros de caza, X.Cyn.6.1, Poll.5.55, 56
•aguijada ἐγκεντρίδας ἐπὶ τῇ τῶν ὑποζυγίων χρήσει Pl.Com.40
•punzón para escribir en tablillas enceradas, empleado para votar en los tribunales aten., Poll.8.16, Phot.ε 971.
2 plu. espuelas sujetas a las extremidades ἐγκεντρίδας δέ, ἃς τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Pherecr.54, cf. Eust.811.40
•crampones ἐγκεντρίδας ὑποδησάμενος καὶ τοὺς σπόγγους λαβὼν ἀνέβη τε ῥᾷστα Arist.Fr.84, cf. Aristaenet.1.20.9, Eust.811.41.
German (Pape)
[Seite 707] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 aiguillon;
2 éperon;
3 pointe de fer qu'on fixe aux pieds pour grimper, crampon.
Étymologie: ἐν, κέντρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεντρίς: ίδος ἡ
1 жало Arph.;
2 острие, шип Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ, (κέντρον) «κεντρί», οἷον τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, σκορπίων, κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) κέντρον πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, οἷον τὸ βούκεντρον (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως πτερνιστήρ, ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) εἶδος γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) εἶδος λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν πόδα ὅπως βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.
Greek Monotonic
ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ (κέντρον), κεντρί εντόμων, σε Αριστοφ.· βούκεντρο, σε Ξεν.