ἀπανθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπανθίσω, <i>ao.</i> ἀπήνθισα, <i>pf. Pass.</i> ἀπήνθισμαι;<br />cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπανθίζο]]μαι puiser le suc d'une fleur ; <i>fig.</i> cueillir pour soi la fleur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνθίζω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπανθίσω, <i>ao.</i> ἀπήνθισα, <i>pf. Pass.</i> ἀπήνθισμαι;<br />cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπανθίζομαι]] puiser le suc d'une fleur ; <i>fig.</i> cueillir pour soi la fleur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνθίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:11, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανθίζω Medium diacritics: ἀπανθίζω Low diacritics: απανθίζω Capitals: ΑΠΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: apanthízō Transliteration B: apanthizō Transliteration C: apanthizo Beta Code: a)panqi/zw

English (LSJ)

A pluck off flowers: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι cull the flowers of idle talk, A.Ag.1662; Ἄρης φιλεῖ . . τὰ λῷστα πάντ' ἀπανθίζειν (Kidd for πάντα τἀνθρώπων) cut off all the best, Id.Fr. 100; ἀπανθίζειν ἐπεχείρει τοὺς Φρύγας Ἀχιλλεύς Polion ap.Phryn.PS p.162 B.:—Med., gather honey from flowers, Luc.Pisc.6; pick out flowers, Asin.54: metaph., cull the best of a thing, Plu.2.3cd, Luc. Merc.Cond.39, Philostr.VS2.1.14. 2 Pass., to be withered, Phryn. PSp.9B.

Spanish (DGE)

I tr.
1 fig. cortar la flor o lo más selecto e.d. diezmar Ἄρης φιλεῖ ... τὰ λῷστα πάντ' ἀπανθίζειν A.Fr.146 (ap. crít.), τοὺς Φρύγας Polión en Phryn.PS Fr.234
recoger, recolectar ἀλλὰ τούσδ' ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ' ἀπανθίσαι ¡que estos corten contra mí la flor de una lengua insensata! A.A.1662.
2 en v. med. coger flores para sí τῶν ἀνθῶν τὰ ῥόδα Luc.Asin.54
fig. escoger lo más selecto Plu.2.30d, Luc.Merc.Cond.39, Philostr.VS 565.
3 en v. med. libar κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.Pisc.6.
II intr., en v. med. marchitarse Phryn.PS p.9.

German (Pape)

[Seite 278] Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανθισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῦ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνθίσθαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ ἄνθος.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπανθίσω, ao. ἀπήνθισα, pf. Pass. ἀπήνθισμαι;
cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;
Moy. ἀπανθίζομαι puiser le suc d'une fleur ; fig. cueillir pour soi la fleur de.
Étymologie: ἀπό, ἀνθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανθίζω:
1 срывать цветы: ματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. произносить цветистые речи, празднословить;
2 med. собирать с цветов мед (κατὰ τὴν μέλιτταν Luc.);
3 med. перен. тщательно выискивать, подбирать (τὴν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποδρέπω ἄνθη, Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ ἄνθη τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. συλλέγω μέλι ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. ἀποδρέπω, συλλέγω, λαμβάνω, τὸ κάλλιστον μέρος πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. λωτίζομαι.

Greek Monolingual

ἀπανθίζω, Μ ἀπανθίζομαι)
νεοελλ.
δεν βγάζω πια λουλούδια, διακόπτεται η ανθοφορία μου
(αρχ. -μσν., -ομαι)
μαζεύω λουλούδια
αρχ.
1. (-ω) κόβω άνθη
2. (-ω κ. -ομαι) διαλέγω το καλύτερο μέρος από κάτι.

Greek Monotonic

ἀπανθίζω: μέλ. -ίσω, δρέπω, κόβω άνθη, Λατ. decerpere· μεταφ., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι, δρέπω τα άνθη της ματαιολογίας, δηλ. μιλώ άσκοπα, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. — Μέσ., συλλέγω μέλι από τα άνθη, λαμβάνω το άριστο μέρος από κάτι, τον «ανθό» του, σε Λουκ.

Middle Liddell


to pluck off flowers, Lat. decerpere: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι to cull the flowers of idle talk, i. e. talk at random, Aesch.:—Mid. to gather honey from flowers, to cull the best of, Luc.