κηδεμονία: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />soin, sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[soin]], [[sollicitude]].<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 18:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονία Medium diacritics: κηδεμονία Low diacritics: κηδεμονία Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ
Transliteration A: kēdemonía Transliteration B: kēdemonia Transliteration C: kidemonia Beta Code: khdemoni/a

English (LSJ)

ἡ, care, solicitude, Pl.R.463d, Phld.Mort.25, Ph.2.179, D.C.43.17, POxy.1070.21 (iii A.D.); ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνῶν the general charge of her affairs, IG3.632, cf. CIG3187 (Smyrna); ἡ τοῦ αὐτοκράτορος περὶ πάντας κηδεμονίας BGU372i12 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1429] ἡ, Besorgung, Pflege; neben αἰδώς Plat. Rep. V, 463 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
soin, sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμονία -ας, ἡ [κηδεμών] zorg, bezorgdheid:. ὅσα νόμος περί... κηδεμονιας alles wat de wet voorschrijft over verzorging (van de ouders) Plat. Resp. 463d; κ. τοῦ μηδένα κακῶς παθεῖν zijn bezorgdheid dat iemand schade zou ondervinden Plut. Thes. 33.2.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονία:заботливое отношение, попечение, уход Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονία: ἡ, (κηδεμὼν) φροντίς, μέριμνα, Πλάτ. Πολ. 463D, Φίλων 2. 179· ἡ κ. τῶν Ἀθηνῶν, ἡ καθόλου φροντίς, περὶ τῶν ὑποθέσεων τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 377, πρβλ. 3187, πρβλ. Κόντ. ἐν Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 122.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κηδεμονία) κηδεμών
1. το έργο του κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη ανήλικου, μη αυτεξούσιου ατόμου και τών υλικών συμφερόντων του
2. (γενικά) φροντίδα, προστασία («ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνών» — η φροντίδα για τις υποθέσεις της πόλεως, επιγρ.).

Greek Monotonic

κηδεμονία: ἡ (κηδεμών), φροντίδα, επιμέλεια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κηδεμονία, ἡ, κηδεμών
care, solicitude, Plat. [from κηδεμών