τυφῶν: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῡφῶν:''' ῶνος ὁ вихрь, ураган, смерч Arst., Plut. | |elrutext='''τῡφῶν:''' ῶνος ὁ [[вихрь]], [[ураган]], [[смерч]] Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[τυφῶν]], -ῶνος, ΝΑ, και [[τυφώς]], -ῶ, Α<br />[[σίφωνας]], [[κυκλώνας]], [[θύελλα]], [[ανεμοστρόβιλος]], [[λαίλαπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) <b>(μετεωρ.)</b><br />[[τροπικός]] [[κυκλώνας]], [[βίαιος]] [[στρόβιλος]] αέρα που καλύπτει [[κατά]] τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] [[πάνω]] από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> α) [[είδος]] κομήτη<br />β) ο [[αστερισμός]] της Μεγάλης Άρκτου ή [[μέρος]] του αστερισμού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]], [[αλαζονεία]]<br /><b>3.</b> (σε μαγική [[φράση]], σε [[ξόρκι]]) [[γάιδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Τυφωεύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ῶνος, ὁ, = [[τυφώς]]. | |ptext=ῶνος, ὁ, = [[τυφώς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:51, 10 April 2023
French (Bailly abrégé)
2part. prés. de τυφόω.
ῶνος (ὁ) :
1 tourbillon de vent, trombe d'eau, ouragan;
2 foudre, éclair accompagné de tonnerre;
3 c. τῦφος II.
Étymologie: τύφω.
Russian (Dvoretsky)
τῡφῶν: ῶνος ὁ вихрь, ураган, смерч Arst., Plut.
Greek Monolingual
ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ή μέρος του αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, = τυφώς.