οἰστρήλατος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourmenté par la piqûre d'un taon ; <i>fig.</i> furieux, affolé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ος, ον :<br />tourmenté par la piqûre d'un taon ; <i>fig.</i> furieux, affolé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von der [[Bremse]] [[getrieben]]</i>, übertragen, <i>in Wut, [[heftige]] [[Leidenschaft]] [[versetzt]]</i>, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. <i>Prom</i>. 581, von der mit [[Wahnsinn]] geißelnden [[Furcht]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μανιακός]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] (=[[βοϊδόμυγα]]) + [[ἐλαύνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]].
|mantxt=(=[[μανιακός]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] (=[[βοϊδόμυγα]]) + [[ἐλαύνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von der [[Bremse]] [[getrieben]]</i>, übertragen, <i>in Wut, [[heftige]] [[Leidenschaft]] [[versetzt]]</i>, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. <i>Prom</i>. 581, von der mit [[Wahnsinn]] geißelnden [[Furcht]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρήλᾰτος Medium diacritics: οἰστρήλατος Low diacritics: οιστρήλατος Capitals: ΟΙΣΤΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: oistrḗlatos Transliteration B: oistrēlatos Transliteration C: oistrilatos Beta Code: oi)strh/latos

English (LSJ)

ον, driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourmenté par la piqûre d'un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.

German (Pape)

von der Bremse getrieben, übertragen, in Wut, heftige Leidenschaft versetzt, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. Prom. 581, von der mit Wahnsinn geißelnden Furcht.

Russian (Dvoretsky)

οἰστρήλᾰτος: возбуждаемый слепнем (δεῖμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

οἰστρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰστρ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω
driven by a gadfly, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=μανιακός). Ἀπό τό οἶστρος (=βοϊδόμυγα) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.