βαθυδινήεις: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />aux tourbillons profonds.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[δίνη]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />[[aux tourbillons profonds]].<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[δίνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:35, 9 January 2023
English (LSJ)
v. βαθυδίνης.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠδῑνήεις) -εσσα, -εν
de profundos remolinos de ríos
•el Janto Il.21.15, Panyas.23.3, el Escamandro Il.21.603, el Asopo, Asius 1B., el Alfeo h.Hom.1.3, ῥόος Ὠκεανοῖο Doroth.428.11.
German (Pape)
[Seite 424] εσσα, εν, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) Il. 21, 15. 603; Sp.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
aux tourbillons profonds.
Étymologie: βαθύς, δίνη.
Greek Monolingual
βαθυδινήεις, -εσσα, -εν και βαθυδινής, -ές και βαθυδίνης, ο (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής < βαθύς + -δινής < δίνη.
Russian (Dvoretsky)
βαθυδῑνήεις: ήεσσα, ῆεν Hom. = βαθυδίνης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθυδινήεις -εσσα -εν βαθύς, δῖνος met diepe draaikolken.