κακοπονητικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] [[ongeschikt voor lichamelijk werk]].
|elnltext=κακοπονητικός -ή -όν [[[κακός]], [[πονέω]]] [[ongeschikt voor lichamelijk werk]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[πονητικός]], ή, όν [[πονέω]]<br />[[unfit]] for [[toil]], Arist.
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[πονητικός]], ή, όν [[πονέω]]<br />[[unfit]] for [[toil]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπονητικός Medium diacritics: κακοπονητικός Low diacritics: κακοπονητικός Capitals: ΚΑΚΟΠΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakoponētikós Transliteration B: kakoponētikos Transliteration C: kakoponitikos Beta Code: kakoponhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.

German (Pape)

[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.

Greek Monolingual

κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῦ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].

Greek Monotonic

κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπονητικός: непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный (ἕξις σώματος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] ongeschikt voor lichamelijk werk.

Middle Liddell

κᾰκο-πονητικός, ή, όν πονέω
unfit for toil, Arist.