πηδητικός: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηδητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный прыгать]], [[прыгающий]] (sc. τὰ ἔντομα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[резвый]] (πηδητικώτατος τῶν Σατύρων Luc.). | |elrutext='''πηδητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный прыгать]], [[прыгающий]] (''[[sc.]]'' τὰ ἔντομα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[резвый]] (πηδητικώτατος τῶν Σατύρων Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:34, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, good at leaping, springing, of the locust, grasshopper, flea, Arist.HA532a27, PA683a33: Sup. -ώτατος, σατύρων Luc.Bis Acc.10.
German (Pape)
[Seite 609] zum Springer, Tanzen gehörig, geneigt, springend, tanzend; Arist. part. an. 4, 6; Schol. Ar. Equ. 753 u. a. Sp.; πηδητικώτατε τῶν Σατύρων, Luc. bis accus. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui bondit ; fougueux, lascif;
Sp. πηδητικώτατος.
Étymologie: πηδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηδητικός -ή -όν [πηδάω] goed springend.
Russian (Dvoretsky)
πηδητικός:
1 способный прыгать, прыгающий (sc. τὰ ἔντομα Arst.);
2 резвый (πηδητικώτατος τῶν Σατύρων Luc.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πηδητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηδώ
αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικά
ζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων εντόμων, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση
β) κατηγορία θηλαστικών μαρσιποφόρων.
επίρρ...
πηδητικῶς ΜΑ
πηδηχτά, με πηδήματα.
Greek Monotonic
πηδητικός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να πηδά, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πηδητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν φυσικὴν ἰδιότητα νὰ πηδᾷ, ὁ πηδῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 9, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 15· πηδητικώτατος σατύρων Λουκ. Δὶς Κατηγ. 10.