πολλαπλασίων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[πολλαπλάσιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλασιόνως]] (Α)<br />με [[πολλαπλάσιο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολλαπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i>, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (<b>πρβλ.</b> <i>εικοσαπλασ</i>-<i>ίων</i>, <i>μυριοπλασ</i>-<i>ίων</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />[[πολλαπλάσιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλασιόνως]] (Α)<br />με [[πολλαπλάσιο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολλαπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i>, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (<b>πρβλ.</b> [[εικοσαπλασίων]], [[μυριοπλασίων]])].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλᾰσίων Medium diacritics: πολλαπλασίων Low diacritics: πολλαπλασίων Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΩΝ
Transliteration A: pollaplasíōn Transliteration B: pollaplasiōn Transliteration C: pollaplasion Beta Code: pollaplasi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = πολλαπλάσιος, Num.Chron.1905.114 (Abonuteichos, ii B. C.), Plb.35.4.4, Plu.2.215b: c. gen., Phld.Sign.9. Adv. -όνως Poll.4.164.

German (Pape)

[Seite 658] ον, = πολλαπλάσιος; Pol. 35, 4, 4; Plut. oft u. a. Sp. – Adv. πολλαπλασιόνως, Poll. 4, 164.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. πολλαπλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλασίων -ον, gen. -ονος [πολλαπλάσιος] veelvoudig.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλᾰσίων: 2, gen. ονος Polyb., Plut., NT = πολλαπλάσιος.

English (Strong)

from πολύς and probably a derivative of πλέκω; manifold, i.e. (neuter as noun) very much more: manifold more.

English (Thayer)

πολλαπλασιον, genitive πολλαπλασιονος, (πολύς), manifold, much more: L T Tr WH; Polybius, Pint., others; (cf. Buttmann, 30 (27)).)

Greek Monolingual

-ον, Α
πολλαπλάσιος.
επίρρ...
πολλαπλασιόνως (Α)
με πολλαπλάσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλάσιος + επίθημα -ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. εικοσαπλασίων, μυριοπλασίων)].

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλᾰσίων: -ον, = πολλαπλάσιος, Πολύβ. 35. 4, 4, Πλουτ. 2. 215Β. Ἐπίρρ., -όνως, Πολυδ. Δ΄, 164.

Chinese

原文音譯:pollaplas⋯wn 坡拉-普拉西按
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:許多-倍
字義溯源:多倍的,多方的,百倍;由(πολύς)*=多)或與(πλέκω)*=編結)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 百倍(1) 路18:30