παράμερος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parameros
|Transliteration C=parameros
|Beta Code=para/meros
|Beta Code=para/meros
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for [[παρήμερος]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.99</span>.
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for [[παρήμερος]], Pi.''O.''1.99.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρᾱ́μερος -ον &#91;[[παρά]], [[ἡμέρα]]] Dor., dagelijks.
|elnltext=παρᾱ́μερος -ον &#91;[[παρά]], [[ἡμέρα]]] Dor., dagelijks.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμερος Medium diacritics: παράμερος Low diacritics: παράμερος Capitals: ΠΑΡΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: parámeros Transliteration B: parameros Transliteration C: parameros Beta Code: para/meros

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήμερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρᾱ́μερος -ον [παρά, ἡμέρα] Dor., dagelijks.

Russian (Dvoretsky)

παράμερος: дор. = παρήμερος.

Greek (Liddell-Scott)

παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.

English (Slater)

παρᾱμερος daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.

Greek Monotonic

παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.