ποικιλείμων: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ [[ποικιλείμων]] νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]] [τῶν ἄστρων]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>είμων</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ [[ποικιλείμων]] νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]] [τῶν ἄστρων]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), [[πρβλ]]. [[πολυείμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:21, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλείμων Medium diacritics: ποικιλείμων Low diacritics: ποικιλείμων Capitals: ΠΟΙΚΙΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: poikileímōn Transliteration B: poikileimōn Transliteration C: poikileimon Beta Code: poikilei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα) arrayed in spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, A.Pr.24.

German (Pape)

[Seite 649] bunt gekleidet, in buntem Kleide, übh. buntfarbig, νύξ, Aesch. Prom. 24.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
au manteau tacheté, càd parsemé d'étoiles (la nuit).
Étymologie: ποικίλος, εἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλείμων: 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде (νύξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλείμων: -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, ποικιλείμων νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. αἰόλος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυείμων].

Greek Monotonic

ποικῐλείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που φορά στολισμένο ένδυμα, νὺξ ποικιλείμων, σε σχέση με τα αστέρια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ποικῐλ-είμων, ονος, εἷμα
with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.