προσέτι: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />en outre, encore.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔτι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[en outre]], [[encore]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔτι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. over and above, besides, Hdt.1.41, Ar.Ach.984, Av. 855 (lyr.), Th.1.80, Pl.Phlb.30b, etc.; sometimes separated by a word, πρὸς δ' ἔτι X.An.3.2.2, Cyr.6.2.18; προσέτι δέ SIG827 iii 4 (Delph., ii A.D.); both orders in X.Cyr.2.1.31.
German (Pape)
[Seite 763] noch dazu, obendrein, außerdem; Ar. Ach. 946 Av. 855 u. öfter; Her. 1, 41; Plat. Phil. 30 b u. öfter, u. A.; es wird auch zuweilen durch ein zwischengeschobenes Wort getrennt, z. B. πρὸς δ' ἔτι, Xen. An. 3, 2, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
en outre, encore.
Étymologie: πρός, ἔτι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέτι [πρός, ἔτι] adv., ook πρὸς δ’ ἔτι bovendien.
Russian (Dvoretsky)
προσέτῐ: часто πρὸς δ᾽ ἔτι (тж. π. δὲ καὶ Arst.) adv. сверх того, кроме того, еще, а также: π. θαλάσσης ἐμπειρότατοι Thuc. к тому же весьма опытные в мореходстве; πρὸς δ᾽ ἔτι κάμηλοι εἰσὶν αὐτοῖς Xen. имеются у них и верблюды.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επί πλέον, ακόμη, εκτός τούτου (α. «προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔτι «μέχρι τώρα, επί του παρόντος»].
Greek Monotonic
προσέτῐ: επίρρ., πέρα και πάνω από, ακόμα, εκτός από, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
προσέτῐ: ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 41, Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Ὄρν. 865, Θουκ. 1. 80, Πλάτ. Φίληβ. 30Β, κτλ.· ἐνίοτε χωρίζεται διά τινος παρεμπιπτούσης λέξεως, πρὸς δ’ ἔτι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 2, Κύρ. 6. 2, 18.
Middle Liddell
over and above, besides, Hdt., Ar., etc.