παραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paragogos
|Transliteration C=paragogos
|Beta Code=paragwgo/s
|Beta Code=paragwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[misleading]], [[deceitful]], ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ <span class="title">Com.Adesp.</span>595. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[creative]], <span class="bibl">Ascl. <span class="title">in Metaph.</span>92.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. (proparox.), [[easily movable]], ὀστέα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>16</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[derived from]] another word, opp. [[πρωτότυπος]], <span class="bibl">D.T.634.21</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span> 146.2</span>; ἔκ τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>200.21</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>97.33</span>; τινος <span class="bibl">Eust.1553.35</span>. Adv. <b class="b3">-γως</b> [[by a slight change]], Plu.2.316a, <span class="bibl">Ath.11.480f</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[formed in parody]], ἔπος Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>.</span>
|Definition=παραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[misleading]], [[deceitful]], ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ ''Com.Adesp.''595.<br><span class="bld">2</span> [[creative]], Ascl. ''in Metaph.''92.5.<br><span class="bld">II</span> Pass. (proparox.), [[easily movable]], ὀστέα Hp.''Fract.''16 (Comp.).<br><span class="bld">2</span> [[derived from]] another word, opp. [[πρωτότυπος]], D.T.634.21, A.D.''Adv.'' 146.2; ἔκ τινος Id.''Synt.''200.21, ''EM''97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. [[παραγώγως]] = [[by a slight change]], Plu.2.316a, Ath.11.480f.<br><span class="bld">b</span> [[formed in parody]], ἔπος Numen. ap. Eus.''PE''14.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγωγός Medium diacritics: παραγωγός Low diacritics: παραγωγός Capitals: ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: paragōgós Transliteration B: paragōgos Transliteration C: paragogos Beta Code: paragwgo/s

English (LSJ)

παραγωγόν,
A misleading, deceitful, ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ Com.Adesp.595.
2 creative, Ascl. in Metaph.92.5.
II Pass. (proparox.), easily movable, ὀστέα Hp.Fract.16 (Comp.).
2 derived from another word, opp. πρωτότυπος, D.T.634.21, A.D.Adv. 146.2; ἔκ τινος Id.Synt.200.21, EM97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. παραγώγως = by a slight change, Plu.2.316a, Ath.11.480f.
b formed in parody, ἔπος Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 476] 1) nebenbei, vorbei, seitwärts führend, Sp. u. VLL., auch irreführend, verleitend, p. bei Phot. v. μύραινα. – 2) abgeleitet, oft bei den Gramm., wie E. M. παραγωγόν τινος u. ἔκ τινος, von einem Worte hergeleitet, bes. durch Anhängung gewisser Endsylben, vgl. Schol. Il. 16, 635, παραγωγὸν ἡγοῦνται, τουτέστι παρολκὴν τῆς ἐπὶ τέλους λέξεως. – Auch adv., ἀντὶ τοῦ κύλικες παραγωγῶς κυλιχνίδας εἴρηκε, Ath. XI, 480 f; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1390; τὸ εἷναι καὶ ἀφεῖναι παραγωγῶς γέγονεν ἕμεναι, Schol. Il. 11, 141, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui amène, qui introduit, initiateur;
2 qui égare, qui séduit, trompeur.
Étymologie: παράγω.

Greek Monolingual

-ό / παραγωγός, -όν, ΝΑ παράγω
νεοελλ.
1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόνχώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός
α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή προς τον έμπορο και τον καταναλωτή
β) ο υπεύθυνος για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική εποπτεία της παραγωγής και είναι υπεύθυνος για την εξεύρεση τών οικονομικών πόρων, τη μίσθωση καλλιτεχνών και τεχνικών και την κάλυψη όλων τών άλλων εξόδων
αρχ.
1. αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά
2. δημιουργικός.
επίρρ...
παραγώγως Α
(τροπ.) (ιδίως για γράμμα ή συλλαβή) με μικρή μεταβολή.