ποικιλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[πολύθριξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικιλόθριξ Medium diacritics: ποικιλόθριξ Low diacritics: ποικιλόθριξ Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΙΞ
Transliteration A: poikilóthrix Transliteration B: poikilothrix Transliteration C: poikilothriks Beta Code: poikilo/qric

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -τριχος, spotted, dappled, νεβρός E. Alc. 584 (lyr.); of birds, v.l. in Lyr.Adesp. 94.

German (Pape)

[Seite 650] mit buntem Haare; νεβρός, Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
1 au poil tacheté;
2 aux plumes tachetées.
Étymologie: ποικίλος, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόθριξ: τρῐχος adj.
1 с пестрой шерстью (νεβρός Eur.);
2 с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.).

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύθριξ)].

Greek Monotonic

ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρίχωμα με βούλες, κατάστικτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρίχα ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.

Middle Liddell


with spotted hair, dappled, Eur.