ὄφλημα: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oflima | |Transliteration C=oflima | ||
|Beta Code=o)/flhma | |Beta Code=o)/flhma | ||
|Definition=ατος, τό, (ὀφλεῖν) [[fine incurred in a lawsuit]], [[judgement-debt]], | |Definition=-ατος, τό, ([[ὀφλεῖν]]) [[fine incurred in a lawsuit]], [[judgement-debt]], D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.''Ath.''63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; [[debt]] in general, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237iv 18(ii A. D.), Luc.''Herm.''80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ὀφλεῖν) fine incurred in a lawsuit, judgement-debt, D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.Ath.63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; debt in general, POxy.237iv 18(ii A. D.), Luc.Herm.80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.
German (Pape)
[Seite 426] τό, Schuld; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Proceß verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ήματος (τό) :
1 dette;
2 amende.
Étymologie: ὀφλισκάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὄφλημα: ατος τό
1 долг, задолженность Dem., Isae., Luc.;
2 юр. возложенный по суду денежный штраф, пеня Dem., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὄφλημα: τό, (ὀφλεῖν) πρόστιμον ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν δίκη, Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - χρέος, ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «ὄφλημα· χρώστημα».
Greek Monotonic
ὄφλημα: -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.
Middle Liddell
ὄφλημα, ατος, τό,
a fine incurred in a lawsuit, Dem. [from ὀφλισκάνω
Mantoulidis Etymological
(=χρέος, πρόστιμο). Ἀπό τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.