πρόφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proforos
|Transliteration C=proforos
|Beta Code=pro/foros
|Beta Code=pro/foros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[put forward]], προφόρῳ ποδί <span class="bibl">Il.Pers.6.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[πρόφορος]], [[]], [[the fluid in which the]] [[foetus floats]], [[discharged before parturition]], [[forewaters]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>586a30</span>.</span>
|Definition=πρόφορον,<br><span class="bld">A</span> [[put forward]], προφόρῳ ποδί Il.Pers.6.2.<br><span class="bld">II</span> [[πρόφορος]], ὁ, [[the fluid in which the]] [[foetus floats]], [[discharged before parturition]], [[forewaters]], Arist.''HA''586a30.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφορος Medium diacritics: πρόφορος Low diacritics: πρόφορος Capitals: ΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: próphoros Transliteration B: prophoros Transliteration C: proforos Beta Code: pro/foros

English (LSJ)

πρόφορον,
A put forward, προφόρῳ ποδί Il.Pers.6.2.
II πρόφορος, ὁ, the fluid in which the foetus floats, discharged before parturition, forewaters, Arist.HA586a30.

German (Pape)

[Seite 798] ὁ, das Wasser zwischen der Leibesfrucht und den sie umgebenden Häuten, Arist. H. A. 7, 7, ὑγρότης ὑδατώδης καὶ ἰχωρώδης, ἢ αἱματώδης, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρόφορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se porte en avant, qui s'avance;
2 qui précède.
Étymologie: προφέρω.

Russian (Dvoretsky)

πρόφορος: II ὁ (sc. ἰχώρ) физиол. околоплодные воды Arst.
предшествующий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφορος: -ον, προηγούμενος, Ἀρκτῖνος παρὰ Διομήδ. 3. 5. ΙΙ. (ὑπονοουμένου τοῦ ἰχώρ), ὁ, τὸ ὑδατῶδες καὶ ἰχωρῶδες ὑγρὸν ἐν ᾧ τὸ ἔμβρυον ζῇ καὶ ὅπερ ἐκχύνεται πρὸ τοῦ τοκετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· πρβλ. ὕδρωψ Ι. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α προφέρω
1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον
2. το αρσ. ως ουσ.πρόφορος
το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.